μαχλοσυνη

μαχλοσυνη
    μαχλοσύνη
    (ῠ) ἥ похотливость, распущенность Hom. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαχλοσυνη" в других словарях:

  • μαχλοσύνη — μαχλοσύνη, ἡ (Α) [μάχλος] (ειδικά για τον Πάρη) αισχρότητα, ακολασία, ασέλγεια, λαγνεία («τὴν δ ἤνησ , ἣ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μαχλοσύνη — lewdness fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλοσύνῃ — μαχλοσύνη lewdness fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλοσύναις — μαχλοσύνη lewdness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλοσύνην — μαχλοσύνη lewdness fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλοσύνης — μαχλοσύνη lewdness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλοσύνῃσι — μαχλοσύνη lewdness fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλοσύνῃσιν — μαχλοσύνη lewdness fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχλότης — μαχλότης, ητος, ἡ (Α) [μάχλος] η μαχλοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ՄԱԽԱԶՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0189 Chronological Sequence: 6c գ. μαχλοσύνη, μαχλότης lascivia. Ցոփութիւն. լկտութիւն. *Կին ժանտատեսիլ՝ ծիրանիս զգեցեալ, յայտնագոյն ցուցանելով զմախազութիւնն: Մախազութիւն խռովիչ ախտիցն եւ այլն. Փիլ. լին. ՟Դ. 93, եւ 238 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»